Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σύνθημα

См. также в других словарях:

  • σύνθημα — anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… …   Dictionary of Greek

  • σύνθημα — το 1. προσυμφωνημένο σημείο συνεννόησης: Αποκαλύφθηκαν τα συνθήματά τους. – Δόθηκε το σύνθημα της μάχης. 2. σύντομη φράση που εκφράζει τις βασικές επιδιώξεις ενός συνόλου, μιας παράταξης κτλ.: Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα. – Έγραψαν στους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνθημα — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθημάτων — σύνθημα anything agreed upon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήμασι — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήμασιν — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήματα — σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήματι — σύνθημα anything agreed upon neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»